- οδοποιός
- οειδικός μηχανικός για τη χάραξη και κατασκευή δρόμων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὁδοποιός — one who opens the way masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοποιός — ο (Α ὁδοποιός) αυτός που είναι ειδικός στη χάραξη και στην κατασκευή δρόμων νεοελλ. μτφ. αυτός που εγκαινιάζει κάτι καινούργιο, πρωτοπόρος αρχ. 1. ο επόπτης τών οδών 2. ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + ποιός*] … Dictionary of Greek
ὁδοποιοί — ὁδοποιός one who opens the way masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοποιούς — ὁδοποιός one who opens the way masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοποιόν — ὁδοποιός one who opens the way masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
γεφυροδοποιός — ο κατασκευαστής γεφυρών και οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέφυρα + οδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν τού Νικόλ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
κελευθοποιός — κελευθοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, κλειθρο ποιός] … Dictionary of Greek
οδοποιία — η (Α ὁδοποιΐα και ὁδοποΐα) [οδοποιός] η κατασκευή οδού, το έργο τού οδοποιού νεοελλ. το σύνολο τών τεχνικών εργασιών που γίνονται για τη χάραξη και κατασκευή ή επισκευή και διαρρύθμιση τών χερσαίων οδών και ο αντίστοιχος επιστημονικός και… … Dictionary of Greek
οδοποιώ — ὁδοποιῶ, έω (Α) [οδοποιός] 1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.) 2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.) 3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε… … Dictionary of Greek